- μπράουνινγκ
- τοείδος αυτόματου πιστολιού με πεπλατυσμένο σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. browning < όν. τού Αμερικανού σχεδιαστή όπλων John Browning].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπράουνινγκ-Μπάρετ, Ελίζαμπεθ — (Elisabeth Browning Barrett, Ντάραμ 1806 – Φλωρεντία 1861). Αγγλίδα ποιήτρια. Κόρη πλούσιου άποικου των Δυτικών Ινδιών, η Μ. Μ. άρχισε να διαβάζει τον Όμηρο στο πρωτότυπο σε ηλικία οκτώ ετών και στα έντεκα έγραψε το πρώτο της επικό ποίημα, Η μάχη … Dictionary of Greek
Μπράουνινγκ, Ρόμπερτ — (Robert Browning, Κάμπεργουελ, Λονδίνο 1812 – Βενετία 1889). Άγγλος ποιητής. Από ευκατάστατη οικογένεια, μπόρεσε να αφοσιωθεί αρκετά νωρίς στην ποίηση. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και πέρασε μεγάλες περιόδους της ζωής του στην Ιταλία (κυρίως στη… … Dictionary of Greek
Μπράουνινγκ, Τοντ — (Tod Browning, Κεντάκι 1882 – 1962). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Αυτός που χαρακτηρίστηκε ως «ο Εντγκαρ Αλαν Πόε» του σινεμά και εξελίχθηκε ως ο πρώτος και σπουδαιότερος δημιουργός ταινιών τρόμου,… … Dictionary of Greek
ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… … Dictionary of Greek
πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
Λόντος, Τζιμ — (Κουτσοπόδι Άργους 1896 – ΗΠΑ 1975). Ελληνοαμερικανός επαγγελματίας αθλητής της ελεύθερης πάλης. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Χρήστος Θεοφίλου, το οποίο άλλαξε όταν εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ –σε νεαρή ηλικία– και επιδόθηκε στο αγώνισμα της πάλης.… … Dictionary of Greek
Μαυροειδή-Παπαδάκη, Σοφία — (Φουρνή Κρήτης 1905 – Αθήνα 1977). Ποιήτρια και εκπαιδευτικός. Αποφοίτησε από το διδασκαλείο Ηρακλείου και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την ποίηση σε νεαρή ηλικία και δημοσίευσε στίχους της σε διάφορα… … Dictionary of Greek
Τσέστερτον, Κίλμπερτ Κιθ — (Chesterton, Λονδίνο 1874 – Μπίκονσφιλντ 1936). Άγγλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος. Ως δημοσιογράφος συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα περιοδικά. Συντηρητικός καθολικός, εχθρός του σοσιαλισμού αλλά και του ιμπεριαλισμού, άφησε έργο… … Dictionary of Greek